11.6.13

Πολιτική Κρίση. Τι είναι;

Ολο και συχνότερα, τώρα τελευταία, οι εχθροί της ελευθερίας την επικαλούνται μόνο και μόνο για να εξαπολύσουν μια νέα επίθεση εναντίον της. Το παράδοξο φαινόμενο έχει την εξήγησή του.

Γράφει ο ΙΟΣ

Στο επίκεντρο της συζήτησης για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο βρέθηκε η υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου. Πολιτικοί όλων των παρατάξεων διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτο-υπερασπιστεί αυτή την ελευθερία, και συνοδεύουν την επιχειρηματολογία τους με καταγγελία του αντιπάλου για απόπειρα φίμωσης.

Ενα διδακτικό παράδειγμα

Προτού ξεσπάσει η ιλαροτραγωδία Μπαλτάκου-Ρουπακιώτη είχαμε ζήσει ένα άλλο επεισόδιο αυτής της κατά περίσταση χρήση του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Στις 29 Μαΐου η βουλή απέρριψε την αίτηση άρσης της ασυλίας του Αδωνη Γεωργιάδη, έπειτα από μήνυση που είχε υποβάλλει εναντίον του ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης. Η υπόθεση είναι γνωστή. Στη διαδήλωση της 29ης Ιουνίου 2011 ομάδα των ΜΑΤ χτύπησε και έριξε κάτω τον Τρίμη, με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι του. Το επεισόδιο αυτό ανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας την επομένη στη Βουλή, σημειώνοντας και την ύποπτη προστασία που παρείχαν τα ΜΑΤ σε κάποιους ροπαλοφόρους με καλυμμένα πρόσωπα. Αντιγράφουμε από τα επίσημα πρακτικά:

Αλέξης Τσίπρας: «Αλήθεια, αυτούς που απεγκλώβισε η Αστυνομία χθες και τους φέρθηκε με το γάντι και τους έβαλε και στο προαύλιο της Βουλής για να τους προστατεύσει, γιατί τους φερόταν τόσο καλά, ενώ σε κάποιους άλλους φέρθηκε με πρωτοφανή βία; Ο αντιπρόεδρος της ΠΟΕ-ΟΤΑ κ. Χαρίσης είναι με εννιά ράμματα στο νοσοκομείο. Δεν είναι κουκουλοφόρος, ούτε φόρεσε ποτέ στη ζωή του κουκούλα. Ο δημοσιογράφος της ΕΣΗΕΑ, ο Δημήτρης Τρίμης, δεν είναι κουκουλοφόρος ούτε ποτέ στη ζωή του φόρεσε κουκούλα. Είναι με σπασμένο χέρι!»

Σπυρίδων-Αδωνις Γεωργιάδης: «Ο αρχηγός τους είναι! Δεν τα λέτε καλά!»

Τσίπρας: «Εντάξει, κάτσε κάτω εσύ τώρα. Βγήκες τώρα να υποστηρίξεις την Κυβέρνηση!»

Γεωργιάδης: «Ο αρχηγός των κουκουλοφόρων είναι! Ο Τρίμης είναι ο αρχηγός τους!»

Προεδρεύων (Ευάγγελος Αργύρης): «Παρακαλώ, κύριε Γεωργιάδη».

Τσίπρας: «Κύριε Γεωργιάδη, υποστηρίζεις την Κυβέρνηση! Εχετε γίνει ένα. Χθες δρούσαν τα αγαπημένα σας παιδιά».

Γεωργιάδης: «Ο αρχηγός τους είναι!»

Τσίπρας: «Τα παιδιά της Ακροδεξιάς δρούσαν χθες χέρι-χέρι μαζί με τις δυνάμεις της Αστυνομίας».

Η παρέμβαση Γεωργιάδη ήταν παραπάνω από σαφής. Επανέλαβε τρεις φορές ότι ο Τρίμης είναι ο «αρχηγός των κουκουλοφόρων». Με άλλα λόγια, κατηγόρησε κάποιον πολίτη, ο οποίος είναι επιπλέον εκλεγμένος πρόεδρος ενός επαγγελματικού σωματείου ότι είναι αρχηγός ομάδας εγκληματιών ή τουλάχιστον παραβατών του νόμου, και κατά συνέπεια καλώς υπέστη όσα υπέστη από τα ΜΑΤ.

Δυο χρόνια αργότερα, την περασμένη βδομάδα, κατά τη συζήτηση για την άρση της ασυλίας του που ζητούσε ο εισαγγελέας, ο κ. Γεωργιάδης παραδέχτηκε ότι κατηγόρησε τον Τρίμη ως «αρχηγό των κουκουλοφόρων» και επέμενε σ’ αυτό. Απευθύνθηκε μάλιστα επιλεκτικά σε δύο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας την υποστήριξή τους:

«Για αυτή τη φράση μου ο κ. Τρίμης με εμήνυσε, κύριε Παπαδημούλη. Και το κόμμα σας στην Επιτροπή εψήφισε να αρθεί η ασυλία μου. Προσέξτε και εσείς, κύριε Τατσόπουλε, γιατί περίπου τα ίδια είπατε την προηγούμενη εβδομάδα. Είμαι βουλευτής, είμαι μέσα στην αίθουσα, μιλάω σε άλλο βουλευτή και προφανέστατα το σχόλιό μου έχει πολιτική κριτική και για τον κ. Τσίπρα και για τις σχέσεις του με τον κ. Τρίμη. Δεν είναι προσωπική κριτική στον κ. Τρίμη. Δεν έχω προσωπική αντιδικία με τον κ. Τρίμη. Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου, ούτε και θέλω να τον γνωρίσω. Είναι ο ορισμός του άρθρου 61 του Συντάγματος. Εάν αρθεί η ασυλία μου, προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει καμία βουλευτική ασυλία. Γιατί αν είναι να φτάσουμε στο σημείο για αυτά που λέμε ο ένας στον άλλον μέσα στην Αίθουσα του Κοινοβουλίου να καταλήγουμε την άλλη μέρα στα δικαστήρια, ας ψηφίσουμε τη διαγραφή αυτού του όρου από το Σύνταγμα στην επικείμενη αναθεώρηση και ας πάμε παρακάτω, να μην μπαίνουμε και σε αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία».

Είναι γνωστό ότι η επίκληση του κ. Γεωργιάδη έγινε δεκτή από τους δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και από τον κ. Κοντονή), τα κόμματα δεν τήρησαν τη γραμμή που είχαν αποφασίσει και τελικά η αίτηση άρσης ασυλίας απορρίφτηκε (102 έναντι 80, 13 «παρών» και 1 λευκό), αφού η φράση αυτή θεωρήθηκε «πολιτική κριτική».

Το άρθρο 61 του Συντάγματος ορίζει πράγματι ότι «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Αλλά αν αυτή η διατύπωση καλύπτει και τη συκοφαντία πολιτών, με εκφράσεις, μάλιστα, που τους καθιστούν στόχο όχι μόνο των διωκτικών αρχών, αλλά και των αυτόκλητων τραμπούκων που έχουν την τελευταία περίοδο αναλάβει το ρόλο του «κρατικού συμπληρώματος», τότε είναι ανοιχτός ο δρόμος για την επικράτηση της πεζοδρομιακής λογικής και της χρυσαυγίτικης φρασεολογίας. Αν η βουλή δέχεται αυτή την ερμηνεία για το άρθρο 61 του Συντάγματος, τότε γιατί χειροκρότησαν όλες οι πτέρυγες τον προεδρεύοντα Γιάννη Δραγασάκη, όταν απείλησε να αποβάλει από την αίθουσα τον νταή χρυσαυγίτη, ο οποίος μιλούσε απαξιωτικά και υβριστικά για τους πολιτικούς του αντιπάλους;

Η Ακροδεξιά και η ελευθερία

Η περίπτωση Γεωργιάδη – Τρίμη είναι ενδεικτική του κλίματος στο οποίο γίνεται ο δημόσιος διάλογος και η επίκληση της ελευθερίας του λόγου από τα στελέχη της Ακροδεξιάς. Φυσικά την ελευθερία αυτή την εννοούν ως δικό τους δικαίωμα και όχι των πολιτικών τους αντιπάλων. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης ήταν πριν από λίγες μέρες μάρτυρας κατηγορίας έπειτα από μήνυση του Κώστα Πλεύρη εναντίον των εκπροσώπων του ΚΙΣ και του ΕΠΣΕ. Ο ακροδεξιός βουλευτής που κλάφτηκε δημοσίως στον κ. Παπαδημούλη και τον κ. Τατσόπουλο (με επιτυχία, όπως αποδείχτηκε), ήταν εκείνος που όχι μόνο διαφήμιζε το ακραίο φιλοχιτλερικό πόνημα του Πλεύρη, όχι μόνο κατήγγειλε την αρχική δίωξη του πολιτικού του μέντορα ως «απόπειρα φίμωσης», αλλά κατέθεσε ενόρκως ότι τον… συκοφαντούν και πρέπει να διωχθούν όσοι απλώς υπερασπίζονται τα θύματα του Ολοκαυτώματος και όσοι δεν συμμερίζονται ότι ο Χίτλερ «καλά τους έκανε», διότι «έτσι θέλουν». Αλλωστε και η εμμονή του Γεωργιάδη εναντίον του Τρίμη έχει σχέση μ’ αυτή την υπόθεση, δηλαδή με την αποκάλυψη από τον «Ιό» ότι στις εκπομπές του διαφήμιζε με θερμά λόγια το βιβλίο Πλεύρη, μαζί με άλλα ανάλογα.

Αυτοί, λοιπόν, που εμφανίζονται σήμερα ως «θύματα» και υπέρμαχοι της «ελευθερίας του λόγου» είναι οι πρώτοι που επιδιώκουν να στερήσουν αυτό το δικαίωμα από όσους δεν συμφωνούν μαζί τους. Ας δει κανείς τις μηνύσεις και τις αγωγές που έχει υποβάλει, λ.χ. ο ίδιος ο Πλεύρης, ή και τις δίκες στις οποίες ο Βορίδης εκπροσώπησε ακροδεξιούς ομοϊδεάτες του απέναντι σε αποκαλυπτικά δημοσιεύματα εφημερίδων. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι συνεχείς απειλές, παλιότερα του Καρατζαφέρη και τους τελευταίους μήνες της Χρυσής Αυγής, εναντίον όσων αποκαλύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα.

Δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο. Επί χρόνια ο Λεπέν κατέθετε μηνύσεις εναντίον όσων τον αποκαλούσαν ρατσιστή, με το ανακριβές επιχείρημα ότι ουδέποτε είχε καταδικαστεί με παρόμοια κατηγορία. Στο τέλος κατόρθωσε να επιβάλει την τρομοκρατία σε μερίδα του Τύπου, ο οποίος με τη δαμόκλειο σπάθη της απειλής τεράστιων οικονομικών ποσών υποχρεώθηκε να προβάλει τις (ψευδείς) διαψεύσεις του ακροδεξιού ηγέτη.

Αλλά και ο άλλος διεθνής αστέρας των αρνητών του Ολοκαυτώματος, ο Ντέιβιντ Ιρβινγκ, που συνηθίζει να παρουσιάζεται ως θύμα, επιτέθηκε με αγωγή εναντίον της συγγραφέως Ντέμπορα Λίπσταντ, η οποία τόλμησε να τον επικρίνει.

Οσο για την αξία που έχουν οι δημόσιοι ύμνοι στην ελευθερία από τους εκπροσώπους της Ακροδεξιάς, ενδιαφέρον έχει η πρόσφατη στάση των Γεωργιάδη – Βορίδη απέναντι στην προοπτική να ποινικοποιηθεί η άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ο Γεωργιάδης έφτασε να συμφωνεί με τη Μαρία Ρεπούση στην τηλεόραση για τη μη ποινικοποίηση θέσεων που αφορούν ιστορικά γεγονότα (ΝΕΤ, 28.5.2013). Ο δε Βορίδης έβγαλε ολόκληρο λόγο για την αντίθεσή του σε μια τέτοια προοπτική, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Χασαπόπουλου για τη Χρυσή Αυγή: «Οποιος χρησιμοποιεί πολιτικά μέσα, όποιος εκφράζει ιδέες, ακόμα και τις πιο απεχθείς, όπως αυτές οι ιδέες [ενν. της Χρυσής Αυγής], ακόμα και με την ειδεχθέστερη μορφή τους, που είναι οι ρατσιστικές εκφράσεις, που είναι η άρνηση του Ολοκαυτώματος, που είναι στην πραγματικότητα η νομιμοποίηση της θηριωδίας των ναζιστών, ακόμα κι αυτές οι ιδέες θέλουν την πολιτική τους αντιμετώπιση, θέλουν την πολιτική τους διαχείριση, θέλουν την πολιτική τους αντιπαράθεση».

Την επομένη αυτών των βαρύγδουπων δηλώσεων βρίσκουμε φαρδιές πλατιές τις υπογραφές των Βορίδη – Γεωργιάδη κάτω από το νομοσχέδιο της Νέας Δημοκρατίας που ποινικοποιεί την άρνηση του Ολοκαυτώματος! Οσο για τα όψιμα… αντιναζιστικά ανακλαστικά όλων αυτών, αρκεί να θυμηθούμε ότι ούτε ένας τους δεν θίχτηκε όταν αποκαλύφθηκαν τα πονήματα του κυβερνητικού στελέχους που εξωραΐζουν τον ναζισμό και το Ολοκαύτωμα.

Το δημόσιο λιντσάρισμα

Ο πιο ακραίος τρόπος φίμωσης του πολιτικού αντιπάλου είναι το δημόσιο λιντσάρισμα, στο οποίο επιδίδονται τα στελέχη της εθνικόφρονος Ακροδεξιάς και οι προσωπικές επιθέσεις, με χρήση ακόμα και προσωπικών δεδομένων για τον εξευτελισμό όσων επιλέγουν ως στόχων. Το είδαμε στις περιπτώσεις της Μαρίας Ρεπούση, της Θάλειας Δραγώνα και παλιότερα του Χρήστου Ροζάκη. Ακόμα και διαδήλωση εναντίον της κυρίας Δραγώνα διοργάνωσε το ΛΑΟΣ, τότε που ήταν γενικός του γραμματέας ο κ. Αδωνις.

Η επιτυχία της Ακροδεξιάς είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει το δικό της «λαϊκό μέτωπο», επεκτείνοντας την κατασταλτική εθνικοφροσύνη ακόμα και σε εμβληματικές προσωπικότητες που κάποτε ανήκαν στην Αριστερά, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος έκανε μια πρωτοφανή δήλωση: «Θέλει μια δύναμη μέσα σ’ όλο αυτόν τον κυκεώνα και τη βρομιά της ανθελληνικότητας που υπάρχει να στέκεις και να λες εγώ είμαι πατριώτης. Εγώ αγαπώ την Ελλάδα. Τίποτα άλλο. […] Οι λεπτεπίλεπτοι αριστεροί φτάσανε στον εθνομηδενισμό. Βλέπετε η κυρία Ρεπούση επιμένει ακόμα. Είναι βουλευτής και επιμένει. Εάν είχα δύναμη θα ’λεγα: “Είσαι εθνομηδενιστής;”, δηλαδή “Δεν αγαπάς το έθνος, την πατρίδα σου κ.λπ.; Σου παίρνω το διαβατήριο. Πήγαινε να ζήσεις αλλού. Αυτή η γη που μένεις εδωπέρα δεν είναι έτσι. Εχει αίμα μέσα εδωπέρα. Είναι μεγάλο προσόν που ζεις στην Ελλάδα και είσαι Ελληνας. Αν δεν το καταλαβαίνεις, πήγαινε στη Νιγηρία. Γιατί κάθεται εδωπέρα μαζί μας. Γιατί αυτό τον αέρα που αναπνέεις, αυτά που βλέπεις δεν έγιναν έτσι. Εγιναν από πατριώτες. Εμείς τα κάναμε αυτά”».

Η δήλωση αυτή είναι καταπληκτική, διότι δείχνει ξεκάθαρα πώς το εθνικόφρον μίσος οδηγεί κατευθείαν στη χούντα (αυτή ήταν που αφαιρούσε ιθαγένειες και διαβατήρια των «ανθελλήνων») αλλά και στον ανοιχτό ρατσισμό.

Η ηγεμονία αυτών των απόψεων σε ένα πολυσυλλεκτικό μέτωπο που έχει αναφορές και στην Αριστερά αποτυπώνεται και σε έντυπα όπως το «Παρόν» ή τα «Επίκαιρα», τα οποία έχουν αποδυθεί σε εκστρατεία εναντίον του «εθνομηδενισμού» με καταγγελία του «πολυπολιτισμού» και των «λαθρομεταναστών». Στο όνομα της ελευθερίας του λόγου, τα «Επίκαιρα» καταγγέλλουν το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και την αναθεώρηση της ιστορίας από τη «δικτατορία της πολιτικής ορθότητας». Το αστείο είναι ότι τα ίδια προχωρούν στην πιο ακραία αναθεώρηση της ιστορίας, μοιράζοντας σε τεύχη την «Ιστορία της Κατοχής» του Δημοσθένη Κούκουνα, η οποία δικαιώνει τιςκυβερνήσεις των δωσιλόγων και υμνεί τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ιωάννη Ράλλη!

Το δικό μας συμπέρασμα από τις τραγικές παλινωδίες της ακροδεξιάς εθνικοφροσύνης είναι ότι η ποινικοποίηση οποιασδήποτε άποψης δεν συμβαδίζει με την αρχή της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Καμιά αστυνομία και κανένα δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να ορίσει την ιστορική αλήθεια. Κάθε άλλη σκέψη οδηγεί στη δικαίωση των ίδιων των κηρύκων του μίσους και του ιστορικού ψεύδους, γιατί εξισώνει την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας με τη μονόπλευρη άποψη, δηλαδή την προπαγάνδα.