Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 στην κατεχόμενη τότε Αθήνα.
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 σε μια μικρή οικία, λίγο πιο πάνω από το τέρμα της οδού Ιπποκράτους, οι τέσσερις αντιπρόσωποι συναντήθηκαν μυστικά και υπέγραψαν το Ιδρυτικό της οργάνωσης.
Οι υπογράψαντες το Ιδρυτικό ήταν οι:
Ονοματεπώνυμο Πολιτικό κόμμα
Λευτέρης Αποστόλου ΚΚΕ
Χρήστος Χωμενίδης Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
Ηλίας Τσιριμώκος Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας
Απόστολος Βογιατζής Αγροτικού κόμματος Ελλάδας
Όπως αναφέρεται στο Ιδρυτικό κείμενο, σκοπός του ΕΑΜ ήταν «...η απελευθέρωση του Έθνους από τον ξένο ζυγό...» και «...η κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του...».
Στο Ιδρυτικό επίσης αναφερόταν ότι «...το ΕΑΜ θα ασχοληθεί με την διατήρηση ακμαίου του απελευθερωτικού πνεύματος του ελληνικού λαού με την εξασφάλιση κατά το δυνατόν μιας συνεργασίας με τους άλλους λαούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των δυνάμεων του Άξονος...».
Επίσης, μέσα από το Ιδρυτικό, οι ηγέτες του ΕΑΜ δήλωναν ότι «Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν παν άλλο κόμμα ή Οργάνωση που δέχεται τας αρχάς του παρόντος Ιδρυτικού, ως και να εργασθεί διά την επιτυχίαν των σκοπών του ΕΑΜ...».
Ο χειμώνας του 1942 σκότωσε στους δρόμους της Αθήνας πάνω από 250 χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα, εξαιτίας της δέσμευσης προμηθειών από τον κατοχικό στρατό. Το ΕΑΜ συνέχισε και άπλωσε τη δράση του σε όλη την Ελλάδα, προχωρώντας επίσης στον ένοπλο πλέον αγώνα με τον κλάδο του ΕΛΑΣ.
Το Μάιο του 1942 ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με άλλους εννέα συντρόφους του έκανε την εμφάνισή του στη Δομνίστα της Ευρυτανίας και μίλησε για τον ένοπλο αγώνα που ξεκίνησε ο ΕΛΑΣ. Παράλληλα με τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ ξεκίνησε την προσπάθειά του για δημιουργία κράτους (το οποίο στη μετέπειτα φρασεολογία έμεινε γνωστό ως «Ελεύθερη Ελλάδα») σε περιοχές της υπαίθρου.
Λίγους μόλις μήνες μετά, μια νέα κατάσταση διαμορφώθηκε σε μεγάλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Καθιερώθηκε ένα είδος λαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης, άρχισε η λειτουργία σχολείων, πατάχθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές, ενώ λειτούργησαν επίσης και λαϊκά δικαστήρια, με δικαιοδοσία να επιβάλλουν την θανατική ποινή.
Το 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης διοργάνωσε εκλογές στις οποίες πήραν μέρος πάνω από 1.000.000 άτομα, μεταξύ αυτών και γυναίκες και νέοι άνω των 18 ετών.
Το 1942 , αφού ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ άλλαξε το όνομά του σε Άρης Βελουχιώτης ως επικεφαλής ενός μικρού ένοπλου τάγματος. Με δικές του ενέργειες το τμήμα του αναπτύχθηκε εντυπωσιακά και έγινε ο πυρήνας του ΕΛΑΣ στην κεντρική Ελλάδα.
Από το χέρι του Άρη γράφεται ο όρκος του ΕΛΑΣ, ο όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας στη Ρούμελη που δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά.
«Εγώ παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ πιστά από τις τάξεις του ΕΛΑΣ, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, σαν γνήσιος πατριώτης για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιος του αγρότη.
Δέχομαι προκαταβολικά την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του Λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω αν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δε γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του».
Τον Νοέμβριο του 1942 συμμετέχει στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, μιας επιχείρησης δολιοφθοράς από τις μεγαλύτερες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Φεβρουάριο του 1943 γίνεται καπετάνιος του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Εκεί θα μείνει ως το τέλος.
Έπειτα, ορίζεται διοικητής στα τμήματα του ΕΛΑΣ στην ήπειρο κατά του Ζέρβα (με το Ζέρβα είχαν συνεργαστεί στο Γοργοπόταμο ένα χρόνο μόλις πριν). Το 1944 θα διευθύνει τις επιχειρίσεις κατά των ταγματασφαλιτών στην Πελοπόννησο.
Το Μάιο της ίδιας χρονιάς θα γίνει Υποστράτηγος από την Κυβέρνηση του Βουνού ΠΕΕΑ.
Στις 29 Οκτώβρη του 1944 στην απελευθερωμένη Λαμία εκ μέρους του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ εκφωνεί τον περίφημο λόγο του. Ο Άρης παρουσιάζει την πολιτική του ΕΑΜ και, ανάμεσα στα άλλα, λέει:
«Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένειά του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει.
Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.
Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;
Όταν έξαφνα στα 1929-’31 το κράτος ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τότε τη χώρα μας, να κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες ομολογιούχοι αρνήθηκαν.
Να, λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα.
Αυτοί, λοιπόν, οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και τη διάλυση του κράτους, αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία(…). Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευσή του».