04 Δεκεμβρίου 2013,
Του Βαγγέλη Τριάντη
Η είδηση του θανάτου του Παναγιώτη Βήχου έχει σκορπίσει θλίψη στο χώρο της Αριστεράς και όχι μόνο. Ο γνωστός μουισκοσυνθέτης έφυγε από τη ζωή στα 69 του χρόνια έπειτα από χρόνια μάχη με την επάρατη νόσο. Γνωστός για την πολιτική και συνδικαλιστική του δράση, συμμετείχε στους κοινωνικούς αγώνες μέχρι το τέλος της ζωής του. Η υπόθεση όμως που τόν σημάδεψε για πολλά χρόνια ήταν αυτή του κυκλώματος σωματεμπορίας στη Σαντορίνη, την οποία αποκάλυψε ο ίδιος και έκτοτε ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον του.
Η υπόθεση ξεκίνησε το 1998. Ο Παναγιώτης Βήχος με άρθρο του σε εφημερίδα κατήγγειλε κύκλωμα σωματεμπορίας στη Σαντορίνη. Σε αυτό σύμφωνα με τον ίδιο εμπλέκονταν μεταξύ άλλων και ο αστυνομικός διοικητής του νησιού. Αμέσως μετά την καταγγελία ο κ. Βήχος μετέβη στη Νάξο όπου και παρέδωσε τα σχετικά στοιχεία στον εισαγγελέα και ανακριτή του νησιού. Εκεί, όπως κατήγγειλε, διαπίστωσε ότι τις ίδιες καταγγελίες είχε κάνει και ο δεσπότης του νησιού, ο οποίος μάλιστα είχε συγκεντρώσει και 330 υπογραφές από ένα και μόνο χωριό. Αντί να διερευνηθούν όμως οι καταγγελίες ο δεσπότης του νησιού μετατέθηκε.
Εισαγγελέας και ανακρίτρια αποφάσισαν να παραπέμψουν με βούλευμα το διοικητή. Μαζί του παραπέμφθηκαν και άλλοι δύο αστυνομικοί οι οποίοι κατηγορήθηκαν για σωματεμπορία. Οι δίκες ξεκίνησαν. Στη Σύρο όμως, όπου στο μεταξύ είχε μετατεθεί ο διοικητής, ο οποίος είχε μάλιστα είχε προαχθεί. Στις τρεις πρώτες δίκες ο εν λόγω αστυνομικός απουσιάζει παντελώς. Είχε επικαλεστεί φόρτο και εργασίας και δεν είχε παραβρεθεί στη δίκη.
Μπήκαν στο σπίτι του λίγο πριν τη δίκη
Στο μεταξύ, τα χρόνια περνούσαν. Η υπόθεση βρισκόταν στα δικαστήρια και πλησίαζε η τέταρτη δίκη. Μέχρι που συνέβη κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Πέντε ημέρες πριν την τέταρτη δίκη και συγκεκριμένα στις 21 Φεβροαρίου 2003 κλιμάκιο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με επικεφαλής τον Μανώλη Σφακιανάκη, εισέβαλε στο σπίτι του κ. Βήχου παρουσία εισαγγελέα. Όπως ανέφεραν, ενεργούσαν στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης καθώς υπήρχε καταγγελία ότι από τον υπολογιστή του γινόταν διακίνηση πορνογραφικού υλικού. Μάλιστα, όπως είχε καταγγείλει ο ίδιος οι αστυνομικοί του ανέφεραν ότι είχαν ανακαλύψει το IP του σε μήνυμα που είχε γραφτεί σε πορνοσελίδα με το τηλέφωνο μιας δικηγόρου από το Ηράκλειο της Κρήτης.
Ωστόσο όπως αποκαλύφθηκε μετά, το τηλέφωνο της δικηγόρου είχε τοποθετηθεί από μία πρώην φίλη του φίλου της δικηγόρου, η οποία και καταδικάστηκε.
Την ίδια μέρα ο κ. Βήχος μεταφέρθηκε στη ΓΑΔΑ όπου και έδωσε κατάθεση για την υπόθεση. Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή δήλωσε αθώος και ότι δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό για το οποίο κατηγορούνταν.
Δύο μέρες μετά και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου 2003, η εφημερίδα Espresso, δημοσιεύει ένα άρθρο για υπόθεση σωματεμπορίας. Το δημοσίευμα έφερε τίτλο «ένα δίκτυο οργανώνει όργια – σύλληψη γνωστού μουσικού που φωνάζει την αθωότητα του». Μέσα σε αυτό υπήρχαν φωτογραφίες του κ. Βήχου καθώς επίσης και αναλυτικό ρεπορτάζ για την επιχείρηση της Αστυνομίας. Ο κ. Βήχος βρέθηκε να εμπλέκεται σε μια υπόθεση ανάλογη με αυτή που είχε καταγγείλει, φωνάζοντας από την πρώτη στιγμή ότι ήταν αθώος.
Στο δικαστήριο το δημοσίευμα της Espresso έγινε «σημαία» από τους δικηγόρους του διοικητή. Κρατώντας το δημοσίευμα έλεγαν δεξιά και αριστερά «Να, ποιος είναι ο Βήχος», σε μια προσπάθεια απαξίωσης του καταγγέλλοντα. Τελικά, ο διοικητής αθωώθηκε. Παρά το γεγονός ότι εναντίον του είχε καταθέσει και υφισταμένός του αστυνομικός.
Δικαστικός Γολγοθάς 14 χρόνων
Οι περιπέτειες όμως για τον κ. Βήχο είχαν μόλις ξεκινήσει. Από τη στιγμή της εισβολής των αστυνομικών στο σπίτι του και της εμπλοκής του στην υπόθεση σωματεμπορίας, ξεκίνησε ένας δικαστικός Γολγοθάς που κράτησε 14 ολόκληρα χρόνια.
Ο κ. Βήχος αθώωθηκε δύο φορές από το Πλημμελειοδικείο. Όπως είχε καταγγείλει ο ίδιος κάποιες από τις φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο δεν βρέθηκαν ποτέ σε φάκελο στον υπολογιστή του. Δεν ήταν καν φωτογραφίες αλλά ίχνη, σκιές που υπάρχουν σε όλους όσους κατέχουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σερφάρουν στο διαδίκτυο.
Η πρώτη αθώωση έγινε στις 7 Ιανουαρίου 2008. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απάλλαξε τον κ. Βήχο με την κατηγορία της διευκόλυνσης ακολασίας άλλων. Δυόμιση χρόνια μετά, στις 22 Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απάλλαξε τον κ. Βήχο και από την κατηγορία της μαστροπείας.
Η Ελλάδα καταδικάστηκε
Στο μεταξύ το Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) ανέλαβε τη Νομική του υποστήριξη. Με συνοπτικές διαδικασίες εντόπισε πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κ. Βήχου για δίκαιη δίκη και σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Τις παραβιάσεις αυτές συμπεριέλαβε στην προσφυγή του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δικαίωνε πλήρως τον κ. Βήχο και καταδίκαζε τη χώρα μας.
Στο δελτίο τύπου του ΕΠΣΕ με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2011, αναφέρονταν χαρακτηριστικά:
«Η Ελλάδα, κατά το ΕΔΔΑ, παραβίασε το άρθρο 6.1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη μέσα σε λογική προθεσμία) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) γιατί η μια ποινική διαδικασία σε βάρος του Παναγιώτη Βήχου κράτησε πέντε χρόνια ενώ η άλλη εκκρεμεί επί οκτώ χρόνια στο στάδιο της προδικασίας. Η Ελλάδα παραβίασε επίσης το Άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ γιατί δεν υπάρχει στο εσωτερικό δίκαιο ένδικο μέσο για να προσφύγει το κάθε θιγόμενο άτομο από την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη μέσα σε λογική προθεσμία που προβλέπεται από το Άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ. Η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει 6.500 ευρώ στον Παναγιώτη Βήχο για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ στο ΕΠΣΕ για έξοδα προσφυγής στο ΕΔΔΑ».
Η ελληνική Δικαιοσύνη όμως αποφάσισε να παραπέμψει ξανά το Βήχο σε δίκη. Μία απόφαση η οποία ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Στις 7 Δεκεμβρίου 2011 ήρθε άλλη μια δικαίωση για τον κ. Βήχο. Το τριμελές Κακουργιοδικείο τον απάλλαξε και αυτή τη φορά από τις κατηγορίες. Δύο χρόνια μετά και την τελευταία αθώωση η υπόθεση εξακολουθεί να εγείρει πολλά ερωτηματικά. Τόσο για τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι αρχές όσο και για τη δικαστική περιπέτεια του κ. Βήχου. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι όποιος καταγγέλλει στην Ελλάδα, αντί να επιβραβεύεται τιμωρείται.