Παντελής Θαλασσινός
μαζί του η Νανά Μπινοπούλου
Μια μουσική παράσταση με καινούρια τραγούδια, από το νέο του δίσκο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (“10 τραγούδια της Ελπίδας”) διάσπαρτα, ανάμεσα σε κείνα που ξέρουμε ήδη και που τον έχουν καταξιώσει ως δημιουργό και ερμηνευτή.
Με τραγούδια που ζητάει η εποχή και η καρδιά μας, με τραγούδια της ελπίδας!
Η μουσική του Παντελή Θαλασσινού συνδέεται με το παρελθόν μ’ ένα, όχι και τόσο αδιόρατο νήμα, που εκτός των άλλων, συνδέει και τις διαφορετικές γενιές των ακροατών του, κι αυτό … παρουσιάζει ενδιαφέρον. Εκείνο που χαρακτηρίζει περισσότερο την παρουσία τού Παντελή Θαλασσινού είναι η αυτόδηλη πιστοποίηση πως τα τραγούδια του έχουν καταγωγή. Αν και στα πρώτα του χρόνια στη δισκογραφία φάνηκε να είναι επηρεασμένος από τη δυτική νεανική μουσική με τις κιθάρες και τα γκρουπάκια - εποχή των «Λαθρεπιβατών» - αναθεώρησε αρκετά από τα στοιχεία εκείνα και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ανέτρεψε συνειδητά τα έως τότε δεδομένα, χαράζοντας μια πορεία διαφορετική με σημείο αιχμής το Αιγαίο πέλαγος και τα Ανατολικά παράλια που έγιναν η κινητήριος δύναμη του τραγουδιού του.
Μελωδική και χρωματική επιλογή, που εν πολλοίς στηρίχτηκε στα λησμονημένα από τη σύγχρονη τραγουδιστική βιομηχανία όργανα της ευρύτερης περιοχής, που πλέον δεν τα παίζουν οι γέροντες στα χωριά, αλλά τα νέα καταρτισμένα παιδιά στην Αθήνα ή και αλλού.
Σε συνδυασμό με την ανάλογη θεματογραφία των τραγουδιών του (στην οποία συνέβαλε τα μέγιστα η πένα του αείμνηστου Ηλία Κατσούλη, όπως και του Άκου Δασκαλόπουλου) θα μπορούσε να θεωρηθεί, εκτός των άλλων, συνθέτης που γράφει εύθυμους αλλά και μελαγχολικούς σκοπούς όπως αρμόζει στην «Άσπρη θάλασσα» με τα πανηγύρια του Αυγούστου, το θαλασσινό αγέρι και την «ερωτική αλμύρα».
Διατηρώντας το πνεύμα της φυγής και της αλλαγής, μετακινούμενος από τη Χίο (καταγωγή από πατέρα) στην Πάρο (όπως στην Αθήνα και στη Χίο έτσι και στην Πάρο διατήρησε μαγαζί με την ονομασία «Μυροβόλος»), τη Σέριφο (καταγωγή από μητέρα) και τον Πειραιά (όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε), κατάφερε να μεταφέρει το μήνυμα της παράδοσης χωρίς να γίνει παραδοσιακός και να το εντάξει στη σύγχρονη μουσική κατάσταση, μαζί με τις μελωδικές μπαλάντες και τα λαϊκά.