Το πρόσωπο αυτό, το έχουμε ξαναδεί.
Στην οδό Γλάδστωνος, όταν δύο ευπρεπείς και καθωσπρέπει καταταστηματάρχες σκότωσαν στο ξύλο έναν ναρκομανή, που δεν ήταν ναρκομανής, επειδή εισέβαλε στο κοσμηματοπωλείο, αν και δεν εισέβαλε στο κοσμηματοπωλείο, με σκοπό να κλέψει, αν και δεν έκλεψε.
Λίγο πιο κάτω, στην Ομόνοια, πίσω από τα smartphones που μετέδιδαν απευθείας στο Facebook μια εν εξελίξει αυτοκτονία, που δυστυχώς ακυρώθηκε. Κρίμα, και είχαμε καλό engagement.
Πίσω από την καγκελόπορτα των σχολείων στο Ωραιόκαστρο, στη Σάμο, στον ρημαγμένο παιδότοπο της Χίου, στο γηπεδάκι της Κόνιτσας να κοιτούν πότε με μίσος τον επίδοξο κατακτητή, πότε να φωτίζονται από υπερηφάνεια για τα ανδραγαθήματα "υπέρ πίστεως και πατρίδος".
Το ξαναβλέπουμε καθημερινά, στον ιντερνετικό όχλο των "καλά του κάνανε", "όλο με αυτό θα ασχολούμαστε", "έχουν και αυτοί τα δίκια τους", "να τους πάρετε στο σπίτι σας", "να φύγουν αν δεν τους αρέσει".
Και το ξαναείδαμε σήμερα. Να μουδιάζει προσωρινά, γιατί "μπήκε μέσα στα αίματα, έλεγε με σκότωσε".
Στο δικό μου το αμάξι βρήκες; Τώρα, που ψάχνω την καλή την κούρσα μέχρι το κέντρο; Τα δερμάτινα καθίσματα δεν τα είδες;
Να σκληραίνει και να σφίγγεται: "Κυρία μου περάστε έξω" [...] "Εσείς τι θα κάνατε"
Η ερώτηση φυσικά είναι ρητορική. Διότι, εκείνη την στιγμή δεν απευθύνεται ερώτημα, δηλώνεται μια κατάσταση, μια πρόθεση, μια στάση που ορίζεται ως επιστροφή στην κανονικότητα. Με ένα ισχνό, αλλά εμφανές μειδίαμα αυταρέσκειας.
"Εντάξει;".