Η δημιουργία της Β΄ Αθηνών (όπως και της Β΄ Πειραιώς) το 1958 είχε άμεσο στόχο να απομονωθεί και να περιχαρακωθεί η δύναμη της ΕΔΑ, κυρίως εν όψει μιας ενδεχόμενης εφαρμογής πλειοψηφικού συστήματος.
Επιπλέον, το γεγονός ότι για τον καθορισμό του αριθμού των εδρών χρησιμοποιείτο ακόμη ως βάση η απογραφή του 1940 (!) είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική υποεκπροσώπηση της αριστερόστροφης Β΄ Αθηνών: το 1958 εξελέγησαν μόνο 10 βουλευτές, ενώ με ανάλογο αριθμό ψηφισάντων η Α΄ Αθηνών εξέλεξε 16.
Στις επόμενες εκλογές το 1961, οπότε ίσχυσε εν μέρει η απογραφή του 1951, οι έδρες της Β΄ Αθηνών αυξήθηκαν σε 13 και τις αμέσως επόμενες (1963, 1964) έφτασαν τις 17 (με βάση την απογραφή του 1961).
Το μεγάλο όμως άλμα έγινε στις εκλογές του 1974. Με βάση την απογραφή του 1971, η Β΄ Αθηνών αποδείχθηκε η πολυπληθέστερη περιφέρεια της χώρας και εξέλεξε 28 βουλευτές, ενώ η αντίστοιχη αύξηση για την Α΄ Αθηνών ήταν πολύ περιορισμένη (από 19 σε 22 έδρες).
Έκτοτε οι έδρες της Β΄ Αθηνών αυξάνονται σταθερά ύστερα από κάθε απογραφή, ενώ την αντίστροφη πορεία ακολουθεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Α΄ Αθηνών. Μετά την απογραφή του 1981 οι έδρες της Β΄ Αθηνών αυξήθηκαν σε 32, έφτασαν τις 38 όταν εφαρμόστηκε η απογραφή του 1991 και σήμερα είναι αισίως 42.
Οι προτάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί για τη διαίρεση της Β΄ Αθηνών σε 3 ή 4 μικρότερες περιφέρειες συναντούν τη σθεναρή αντίσταση των ισχυρών υποψηφίων, οι οποίοι δεν θέλουν να περιοριστούν σε ένα τμήμα της σημερινής Β΄ Αθηνών απεμπολώντας πελατειακά δίκτυα που έχουν οικοδομηθεί σε βάθος χρόνου.
πηγή: ΤΑ ΝΕΑ, Αναλύσεις 14/9/07