του Σταύρου Θεοδωράκη από το protagon.gr
Είδατε τι είπε ο υπουργός με την αλογοουρά και το σκουλαρίκι; Στον Σουηδό υπουργό των Οικονομικών αναφέρομαι. «Η Ελλάδα», είπε, «είναι για μοναδική περίπτωση μη υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων». Ο κ. Μποργκ δεν μου είναι αντιπαθής. Κατά πρώτον μου θυμίζει Σουηδό τουρίστα στα Χανιά. Κατά δεύτερον έχει δουλέψει στη ζωή του πριν γίνει υπουργός. Πτυχίο Οικονομικών δεν διαθέτει – νομίζω ότι δεν διαθέτει κανένα πτυχίο- αλλά για τους Financial Τimes ήταν ο καλύτερος υπουργός Οικονομικών της Ευρώπης το 2011 (ναι, ο χειρότερος είναι αυτός που σκεφτήκατε). Είναι κεντροδεξιός βέβαια (κανείς δεν είναι τέλειος) αλλά δεν δίστασε να τα βάλει με τους τραπεζίτες (για τα μπόνους τους), με τους στρατηγούς (για τα όπλα τους) και η οικονομία της χώρας του, στα χέρια του, πηγαίνει κάθε χρόνο και καλύτερα. Οι τελευταίες του δηλώσεις, λοιπόν με πλήγωσαν. «Η Ελλάδα είναι μια μοναδική περίπτωση…». Τι χειρότερο θα μπορούσε να πει, μιλώντας «ζωντανά» στα διεθνή δίκτυα; Τα τελευταία 24ωρα πληθαίνουν οι «σύμμαχοι», που μιλούν χωρίς ενδοιασμούς, δημοσίως, με τα χειρότερα λόγια για τους Έλληνες. Ακόμη και οι Πορτογάλοι φίλοι, δήλωσαν στην αρχή της εβδομάδας– και αυτοί στις τηλεοράσεις - ότι «δεν είμαστε σαν τους Έλληνες».
Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει κι αν προλαβαίνουμε να κάνουμε κάτι, αλλά αν το διεθνές κλίμα δεν αλλάξει, το τέλος πλησιάζει. Μια Ευρώπη σε κρίση δεν είναι καλός σύμβουλος ούτε για τις κυβερνήσεις ούτε για τους λαούς. Με την ίδια ευκολία που, όλους αυτούς τους μήνες, λένε «να βοηθήσουμε τους Έλληνες», σύντομα θα πουν «παρατήστε τους»! Και τότε ότι και να κάνουμε - όσα «Ελληνικά» κι αν πουλήσουμε, όσους οργανισμούς κι αν ιδιωτικοποιήσουμε, όσους 13ους ή 14ους μισθούς κι αν κόψουμε, όσες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων κι αν κάνουμε – η χώρα, δεν θα μπορέσει να σωθεί. Γιατί αυτό που δεν λέμε οι «τσαμπουκάδες» των «παραθύρων», είναι, ότι αν κλείσουμε την πόρτα στους δανειστές και αρνηθούμε τα δάνειά τους, τότε -ή κυρίως τότε- η χώρα θα πεινάσει. Γιατί, πολύ απλά, τα λεφτά που βγάζουμε είναι λιγότερα από τα λεφτά που χρειαζόμαστε.
Το 2010 βγάλαμε 52 και θέλαμε 60 (αν υπολογίσουμε και 14 για τους τόκους θέλαμε 74). Το 2011 βγάλαμε 51 και θέλαμε 58 (κι αν υπολογίσουμε 15 για τους τόκους θέλαμε 73). Δεν είναι δύσκολα μαθηματικά. Ακόμη κι αν δεν πληρώνουμε «τους τόκους τους» και κάνουμε στάση πληρωμών, όπως ζητούν κάποιοι «αντιστασιακοί» της ακροδεξιάς και της «παραδοσιακής αριστεράς», ακόμη και τότε τα λεφτά δεν βγαίνουν. Θέλουμε 100, βγάζουμε 85 (χωρίς τους τόκους και τα πανοτόκια, επαναλαμβάνω). Τόσο απλό!
Αυτά που λείπουν λοιπόν, ποιος θα μας τα δώσει; Ή δεν θέλουμε να μας τα δώσει κανείς και θα τα «κόψουμε» από την «καθημερινότητα» μας; Ωραία! Τι θα κόψουμε λοιπόν; Τα καύσιμα, τα φάρμακα, τις πρώτες ύλες της βιομηχανίας, τα κρέατα ή το γάλα που εισάγουμε; Ή μήπως θα μειώσουμε ξανά οριζοντίως τους μισθούς και τις συντάξεις; «Να κόψουμε από τα κόμματα» φώναζε ένας λαϊκιστής της τηλεόρασης που κατά καιρούς σιτιζόταν στις αυλές των αρχηγών. Ναι τρώνε πολλά (αυτός ξέρει). Να τα κόψουμε λοιπόν να μην τους δώσουμε ούτε ευρώ τσακιστό. Αλλά και πάλι μας λείπουν καμιά 20αρια δις. Έχουμε καμιά ιδέα που θα τα βρούμε ή θα το σκεφθούμε όταν θα μας έχουν παρατήσει οι «σύμμαχοι»;