Μια σουρεαλιστική σκηνή διαδραματίστηκε πριν από μερικές μέρες στο αμερικανικό Κογκρέσο. Ο δημοσιογράφος Μαξ Μπλούμενταλ κυνηγούσε κυριολεκτικά τη γερουσιαστή Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές στους διαδρόμους του κτιρίου για να τη ρωτήσει εάν θεωρεί ότι οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν πραξικοπηματικά στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας. Και αυτή έτρεχε να κρυφτεί στο γραφείο της για να αποφύγει την ερώτηση.
info-war.gr 10/02/2019
Για μια πολιτικό που παρουσιάζεται (και είναι πραγματικά) μια από τις πιο ριζοσπαστικές φωνές της αμερικανικής πολιτικής σκηνής των τελευταίων δεκαετιών, η άρνηση να καταδικάσει ένα πραξικόπημα φαντάζει τουλάχιστον περίεργη. Και η στάση του Μπέρνι Σάντερς όμως, ο οποίος στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τον Ούγκο Τσάβες «νεκρό δικτάτορα», δεν διέφερε σημαντικά.
Αν και είχε τουλάχιστον το σθένος να υπενθυμίσει ότι οι αμερικανικές παρεμβάσεις στη Λατινική Αμερική έχουν συνήθως αρνητικά αποτελέσματα, απέφυγε να μπει στην ουσία της συζήτησης για τις δολοφονικές επιπτώσεις των αμερικανικών κυρώσεων και την ευθύνη της χώρας του στη σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζει η Βενεζουέλα.
Με εξαίρεση την Ιλχάν Ομάρ που καταδίκασε από την πρώτη στιγμή το αμερικανικό πραξικόπημα στη Βενεζουέλα, η αντίδραση της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών στις εξελίξεις ακολουθούσε δύο παρεμφερή μοτίβα: είτε χειροκροτούσαν όρθιοι τον Ντόναλντ Τραμπ όταν ανακοίνωνε τα σχέδια ανατροπής της κυβέρνησης Μαδούρο είτε τον κοιτούσαν σιωπηλοί.
Η στάση της αμερικανικής Αριστεράς, εξηγούσε πρόσφατα ο καθηγητής Νομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κορνέλ, Αζίζ Ράνα, είναι σταθερή και ουσιαστικά αναλλοίωτη από το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ μέχρι τις μέρες μας. Στηρίζεται στην ψευδή πεποίθηση ότι τα εσωτερικά ζητήματα διαχωρίζονται ολοκληρωτικά από την εξωτερική πολιτική, την οποία «πρέπει» να διαχειρίζεται μια ομάδα ειδικών από το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τα δημοσιεύματα του φιλελεύθερου Τύπου στις ΗΠΑ ή να παρακολουθήσει τις χιουμοριστικές εκπομπές της σειράς Last Week Tonight, με τον Τζον Ολιβερ, για να διαπιστώσει πως ακόμη και οι πιο σκληροί επικριτές της πολιτικής Τραμπ απλώς παπαγαλίζουν τις θέσεις του όταν πρόκειται για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και «εθνικής ασφάλειας».
Ενας από τους λόγους που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη στάση, σύμφωνα με τον Αζίζ Ράνα, ήταν και η κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης με την παράλληλη επαγγελματικοποίηση αλλά και την ιδιωτικοποίηση σημαντικών λειτουργιών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Ο πόλεμος δεν ήταν πλέον δυνάμει υπόθεση κάθε αμερικανικής οικογένειας, αλλά συγκεκριμένων ομάδων επαγγελματιών στρατιωτών και τεχνοκρατών του πολέμου. Ακόμη όμως και για αρκετούς στρατιώτες και στρατηγούς που χειρίζονται βομβαρδιστικά drones από αεροπορικές βάσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο πόλεμος είναι συχνά μια… μακρινή υπόθεση.
Η Αμερική άρχισε να θυμίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες πριν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους στις οποίες, όπως εξηγούσε ο ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ, οι πολίτες συχνά δεν γνώριζαν ότι η χώρα τους βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Αντίστοιχα, στην Αμερική του Ομπάμα, η πλειονότητα του αμερικανικού πληθυσμού δεν γνώριζε ότι ο αμερικανικός στρατός πολεμούσε ταυτόχρονα σε επτά ανοιχτά μέτωπα και διατηρούσε στρατιωτική παρουσία σε περίπου 160 χώρες – στις 80 από τις οποίες λειτουργεί περίπου 800 στρατιωτικές βάσεις.
Το γεγονός βέβαια ότι οι Αμερικανοί πολίτες δεν βίωναν σε προσωπικό επίπεδο τις πολεμικές επιχειρήσεις δεν σημαίνει ότι δεν επωμίζονταν σχεδόν το σύνολο του σχετικού κόστους. Συγκεκριμένα, πληρώνουν αρχικά εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στην πολεμική βιομηχανία και στο Πεντάγωνο για τη διεξαγωγή του πολέμου και στη συνέχεια πληρώνουν κατασκευαστικές εταιρείες όπως η Χάλιμπαρτον, που αναλαμβάνουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών – μια κολοσσιαία αναδιανομή εισοδήματος στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η οποία επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα από την εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα πληρώνουν και μια τρίτη φορά, καθώς αμερικανικές επιχειρήσεις μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις σύγχρονες «αποικίες» που δημιουργούν οι ΗΠΑ με κάθε στρατιωτική επέμβασή τους.
Η κατάσταση όμως δεν ήταν πάντα έτσι στην αμερικανική Αριστερά, μας θυμίζει ο Αζίζ Ράνα. Πριν από τον Α’ αλλά και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι σοσιαλιστές πολιτικοί των ΗΠΑ, που έφτασαν να διεκδικήσουν ακόμη και την προεδρία με τον Γιουτζίν Ντεμπς, συνέδεαν άμεσα τα αιτήματα του εργατικού κινήματος με τη στάση των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή. «Είμαστε “πατριώτες” για την τάξη μας, όχι για τη χώρα μας» έγραφαν τα φυλλάδια που μοίραζαν στις αρχές του 20ού αιώνα τα μέλη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW).
Ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές θα χρειαστούν λίγη δουλειά ακόμη για να φτάσουν στο επίπεδο που είχαν κατακτήσει οι ιδεολογικοί πρόγονοί τους πριν από έναν αιώνα.