…..Υπάρχουν άνθρωποι που σε κάνουν να νιώθεις κοντά τους ελεύθερος, χαρούμενος. Μπορείς να ακουμπήσεις το κεφάλι σου στον ώμο τους και να αναπνέεις ελεύθερα. Ξέρεις πως δεν σε γνωρίζουν, πριν λίγο αντάλλαξαν μαζί σου μερικές κουβέντες κι όμως είσαι σίγουρος πως σε αποδέχονται, όλα θα τα καταλάβουν… Για τους πόνους σου έχουν μια παρήγορη κουβέντα, για τις μικρότητές σου, γυρίζουν αλλού το βλέμμα και τεντώνουν το χέρι τους δείχνοντάς σου στον ορίζοντα μια μικρή ομορφιά.
Κοντά σε τέτοιους ανθρώπους ησυχάζεις κι ανοίγουν οι φλέβες του κορμιού σου και η ύπαρξή σου μπαίνει στη σιωπή της αναμονής, όπως η ξηρή γη και η επιθυμία σου: «Πότισε μέχρι μέθης τα αυλάκια της γης με άφθονη βροχή ,πλήθυνον τα γεννήματα αυτής…δια των σιγαλών σταγόνων θα ευφρανθεί η γη εκφύουσα και αναβλαστάνουσα» αν και προτιμώ την λέξη του Δαβίδ «ευφρανθήσεται ανατέλλουσα» (Ψαλμός ξε΄στίχος 11)
…Και υπάρχουν άνθρωποι που τους κυκλώνει ένας παράξενος ζεστός αέρας γεμάτος αίμα και μυρωδιά σπέρματος..Είναι οι γιοι της έριδας, οι λεηλάτες του μεσημεριού. Άνθρωποι του κόσμου τούτου που κουβαλούν βαριά μοίρα στου ώμους τους. Που ήρθαν να ταράξουν την ησυχία του κόσμου όταν αυτή ύπουλα και αργά-αργά αρχίζει να κλείνει σαν σιδερένιος χαλκάς δούλων γύρω από το λαιμό των ανθρώπων, άνθρωποι που ήρθαν να ανανεώσουν τη θυσία του αίματος στα πανάρχαια αυλάκια της ανθρωπότητας στους βωμούς των πολέμων, των αναταραχών, των επαναστάσεων του καλού ,του ωραίου που εύκολα δεν ορίζεται και του κακού….Που συμπαρασέρνουν στην ορμή τους τα πάντα κι αφήνουν πίσω τους σε κάμαρες μικρές ,φτωχά πεθαμένα κορμιά και ανίσχυρους θρήνους και τίποτα δεν έχει αλλάξει, ο χαλκάς δεν έχει σπάσει αλλά ούτε έχει κλείσει, μικρό εμπόδιο το καινούργιο αίμα…
Αθηνά Τσάκαλου
περιοδικό ΒΑΚΙΛΟΣ