...Ήταν σχεδόν 90 χρονών. Στην κηδεία του δεν φόρεσα μαύρα, κι όταν δεχόμουν τα συλληπητήρια των γνωστών και των φίλων αισθανόμουν άβολα. Απαντούσα μ’ ένα τυπικό «ευχαριστώ» που μ’ ενοχλούσε. Θα ήθελα να τους έλεγα πως δεν ήμουν λυπημένος και δεν είχα κανένα λόγο να δέχομαι συλληπητήρια. Όμως, είμαι βέβαιος, δεν θα καταλάβαιναν το γιατί και θα το εκλάμβαναν σαν ασέβεια προς το νεκρό. Το αντίθετο συνέβαινε...
...Εν πλήρη ηρεμία μου είπε τα εξής:
- Έχω καρκίνο και το ξέρω ότι δεν θα σταθώ ξανά στα πόδια μου. Ο Τάσσος έπαιρνε τα χρήματα στους γιατρούς με το κόshiνο (κόσκινο) και πέθανε, θα ζήσει ο Δρούσιας; Ο Τόκας πέθανε στα 52, εγώ είμαι 90, «έκοψα τα μίλια μου», δεν έχω παράπονο. Μέχρι να πεθάνω θα υποφέρω, γι αυτό να μου βρεις ένα γιατρό να του υπογράψω μια συγκατάθεση, να ξαπλώσω να κοιμηθώ και να μου βάλει ένεση να πεθάνω...
...Σε 15 μέρες πέθανε, χωρίς να παραπονεθεί και χωρίς να κλάψει τη μοίρα του. Όρθιος!
Μέχρι την τελευταία στιγμή είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος. Μόνο μια φορά παραμιλούσε, όταν μια συγγενής του πρότεινε να του φέρει τον παπά να τον εξομολογήσει. Τελικά, εξομολογήθηκε σε μένα και μου είπε πως έκανε το μουρλό διότι δεν ήθελε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Ουδέποτε είχε παρτίδες με τους παπάδες...
...Μετά την κηδεία πήγα στο μαγαζί του και στάθηκα μπροστά στα ρητά του. Ξεχώρισα ένα που έλεγε (διατηρώ την ορθογραφία): «Όπιος δεν ξέρι να πεθάνοι πέφτοι χαμαί και λαχταρά». Το ξεκρέμασα και το φύλαξα. Είναι η κληρονομιά που μου άφησε...
23/12/2009, του Μακάριου Δρουσιώτη
ο Μακάριος Δρουσιώτης στο protagon.gr